- κατανδραποδίζω
- κατανδραποδίζω (AM)εξανδραποδίζω, υποδουλώνω εντελώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανδραποδιζομένους — κατανδραποδίζω enslave pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανδραποδισθείς — κατανδραποδίζω enslave aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)